- χειροκρατικός
- χειρο-κρᾰτικός, ή, όν,A using the right of might,
ὁ θηριώδης [τρόπος τῆς πολιτείας] καὶ χ. Plb.6.10.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁ θηριώδης [τρόπος τῆς πολιτείας] καὶ χ. Plb.6.10.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροκρατικός — using the right of might masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροκρατικός — ή, όν, Α [χειροκρατία] αυτός που ασκεί επιβολή με την βία, που φέρεται αυταρχικά («ἀριστοκρατία δὲ παρέπεται ὁ θηριώδης τρόπος τῆς πολιτείας καὶ χειροκρατικός», Πολ.) … Dictionary of Greek